- βαρυπάλαμος
- βᾰρῠπᾰλᾰμος1 heavy handed, dire in its execution πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; P. 11.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρυπάλαμος — βαρυπάλαμος, ον (Α) εκείνος που έχει βαριά χέρια, που τιμωρεί σκληρά … Dictionary of Greek
βαρυπάλαμον — βαρυπάλαμος heavy handed masc/fem acc sg βαρυπάλαμος heavy handed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek