βαρυπάλαμος

βαρυπάλαμος
βᾰρῠπᾰλᾰμος
1 heavy handed, dire in its execution πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; P. 11.23

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρυπάλαμος — βαρυπάλαμος, ον (Α) εκείνος που έχει βαριά χέρια, που τιμωρεί σκληρά …   Dictionary of Greek

  • βαρυπάλαμον — βαρυπάλαμος heavy handed masc/fem acc sg βαρυπάλαμος heavy handed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”